безглазый - ορισμός. Τι είναι το безглазый
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι безглазый - ορισμός


безглазый      
БЕЗГЛ'АЗЫЙ, безглазая, безглазое (·книж. ). Лишенный одного или обоих глаз.
безглазый      
прил.
1) а) Не имеющий глаз или глаза.
б) перен. разг. Лишенный зрения или имеющий слабое зрение; слепой.
2) разг. Такой, на котором плохо видны, едва различимы глаза (о лице на фотографии, картине и т.п.).
безглазый      
БЕЗГЛАЗЫЙ, лишенный зрения, слепой, невишной, темный; более употр. ·в·знач. лишившийся одного или обоих глазных яблок.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για безглазый
1. Но ни гигантская жаба-людоед, ни жуткий безглазый монстр не станут для нее страшнее окружающей реальности...
2. Хор - стадо Микки-Маусов в черных оплавленных масках, Корифей - огромный безглазый плюшевый медведь на металлической ноге, трубящий жутким техногенным голосом.
Τι είναι безглазый - ορισμός